- φερετροποιός
- οαυτός που κατασκευάζει και πουλάει φέρετρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φερετροποιός — ο, Ν αυτός που κατασκευάζει ή πουλά φέρετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρετρο + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
φερετροποιείο — το, Ν εργαστήριο και κατάστημα φερετροποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φερετροποιός. Η λ., στον λόγιο τ. φερετροποιεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Αστυ] … Dictionary of Greek